- σκόπιμος
- -η, -ο / σκόπιμος, -ον, ΝΜΑ [σκοπός (II)]αυτός που εξυπηρετεί έναν σκοπό, αυτός που συμβάλλει σε κάτινεοελλ.αυτός που γίνεται από πρόθεση, για ορισμένο σκοπό, προμελετημένος («ήταν σκόπιμη η σιωπή του»).επίρρ...σκοπίμως και σκόπιμα Ν1. από πρόθεση, επίτηδες, με σκοπιμότητα («σκόπιμα έλειψε από την συνεδρίαση»)2. για την εξυπηρέτηση ενός απώτερου σκοπού («η κυβέρνηση σκόπιμα ανέβαλε τη λήψη απόφασης για τον έλεγχο τών τιμών»).
Dictionary of Greek. 2013.