σκόπιμος

σκόπιμος
-η, -ο / σκόπιμος, -ον, ΝΜΑ [σκοπός (II)]
αυτός που εξυπηρετεί έναν σκοπό, αυτός που συμβάλλει σε κάτι
νεοελλ.
αυτός που γίνεται από πρόθεση, για ορισμένο σκοπό, προμελετημένος («ήταν σκόπιμη η σιωπή του»).
επίρρ...
σκοπίμως και σκόπιμα Ν
1. από πρόθεση, επίτηδες, με σκοπιμότητα («σκόπιμα έλειψε από την συνεδρίαση»)
2. για την εξυπηρέτηση ενός απώτερου σκοπού («η κυβέρνηση σκόπιμα ανέβαλε τη λήψη απόφασης για τον έλεγχο τών τιμών»).

Dictionary of Greek. 2013.

Игры ⚽ Поможем написать реферат

Look at other dictionaries:

  • σκόπιμος — η, ο επίρρ. α αυτός που γίνεται από πρόθεση ή αποβλέπει σε κάποιο σκοπό: Η απουσία του από τη δοξολογία ήταν σκόπιμη. – Με σκόπιμες ενέργειες επιδιώκει την πραγματοποίηση των επιδιώξεών του …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)

  • σκοπιμώτερον — σκόπιμος suitable to a purpose masc acc comp sg σκόπιμος suitable to a purpose neut nom/voc/acc comp sg σκόπιμος suitable to a purpose adverbial …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • σκοπιμωτάτων — σκόπιμος suitable to a purpose fem gen superl pl σκόπιμος suitable to a purpose masc/neut gen superl pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • σκοπιμώτατα — σκόπιμος suitable to a purpose adverbial superl σκόπιμος suitable to a purpose neut nom/voc/acc superl pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • σκοπιμώτατον — σκόπιμος suitable to a purpose masc acc superl sg σκόπιμος suitable to a purpose neut nom/voc/acc superl sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • σκόπιμον — σκόπιμος suitable to a purpose masc/fem acc sg σκόπιμος suitable to a purpose neut nom/voc/acc sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • σκοπιμωτάτην — σκόπιμος suitable to a purpose fem acc superl sg (attic epic ionic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • σκοπιμωτάτου — σκόπιμος suitable to a purpose masc/neut gen superl sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • σκοπιμώτερα — σκόπιμος suitable to a purpose neut nom/voc/acc comp pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • σκόπιμα — σκόπιμος suitable to a purpose neut nom/voc/acc pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”